- λαοσωτήριος
- α, ο[ν] несущий избавление народу, спасительный для народа
Νέα ελληνική-Ρωσικά λεξικό. И.П. Хориков, М.Г. Малев. 1980.
Νέα ελληνική-Ρωσικά λεξικό. И.П. Хориков, М.Г. Малев. 1980.
λαοσωτήριος — α, ο αυτός που σώζει τον λαό, ο σωτήριος για τον λαό («λαοσωτήρια παρέμβαση τής δικαιοσύνης»). [ΕΤΥΜΟΛ. < λαο * + σωτήριος. Η λ. μαρτυρείται από το 1892 στην εφημερίδα Ακρόπολις] … Dictionary of Greek
λαοσωτήριος — α, ο αυτός που φέρνει τη σωτηρία στο λαό: Τα μέτρα που έλαβε η κυβέρνηση για την αντιμετώπιση των πλημμύρων υπήρξαν λαοσωτήρια … Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого)
λαο- — (AM λαο ) πρώτο συνθετικό λέξεων τής Ελληνικής που σημαίνουν ότι αυτό που δηλώνεται από το δεύτερο συνθετικό γίνεται από τον λαό (λαοκρατία, λαόδικος) ή προς ωφέλεια τού λαού (λαοπόρος) ή αναφέρεται γενικότερα στον λαό (λαογράφος, λαοπλάνος,… … Dictionary of Greek